- ευστάφυλος
- εὐστάφυλος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐϋστάφυλος, -ον)1. αυτός που έχει άφθονα σταφύλια («εὐστάφυλος ἀμπελών»)αρχ.επίθ. τού Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταφυλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐστάφυλος — rich in grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταφύλῳ — εὐστάφυλος rich in grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)